- εναύλιος
- -α, -ο (Α ἐναύλιος, -ον και ἐναύλιος, -ία, και -ίη -ον)αυτός που αναφέρεται, ανήκει ή βρίσκεται στην αυλήαρχ.1. «εναύλιος θύρα»2. μτφ. εσωτερικός, ενδόμυχος, βαθύς3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐναυλίηο λαιμός τής μήτρας4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐναύλιονη κατοικία, το ενδιαίτημα.
Dictionary of Greek. 2013.